θαλασσογραφία

θαλασσογραφία
η
1) морской пейзаж, марина; 2) океанография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θαλασσογραφία" в других словарях:

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — η 1. είδος της ζωγραφικής ή ζωγραφικός πίνακας με θέμα τη θάλασσα. 2. επιστήμη που ασχολείται με τη μέτρηση των θαλασσών και τη χαρτογράφησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλταμούρας, Ιωάννης — (Νάπολη Ιταλίας 1852 – Αθήνα 1878). Ζωγράφος, γιος του Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και της Ελληνίδας Ελένης Μπούκουρα. Ο Α. διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία ζωγραφικής από τους γονείς του, αργότερα φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • Алтамурас, Иоаннис — Altamouras ioannis thalassografia Θαλασσογραφία (1874). Λάδι σε χαρτόνι, 24 εκ. x 30 εκ. Συλλογή Τραπέζης της Ελλάδος …   Википедия

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θαλασσογραφία («θαλασσογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό] …   Dictionary of Greek

  • Ασπρογέρακας, Νικόλαος — (Πάτρα 1874 – Αθήνα 1942).Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και έπειτα στο Παρίσι. Από το 1916 έως το 1941 δίδαξε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ και ασχολήθηκε ταυτόχρονα με την τοπιογραφία, την προσωπογραφία και τη θαλασσογραφία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»